- πορφυρός
- -ή, -ό / πορφυροῡς, -ᾱ, -οῡν, ΝΜΑ, και πορφυρός, -ά, -όν, Μ, και πορφύρεος, -έη, -ον, Ααυτός που έχει το χρώμα τής πορφύρας (α. «πορφυρά ενδύματα» β. «πορφυρά σύννεφα» γ. «πορφύρεον φᾱρος», Ομ. Οδ.δ. «τάπητας πορφυρέους», Ομ. Οδ. ε. «καὶ ἱμάτιον πορφυροῡν περιέβαλλον αὐτόν», ΚΔ)αρχ.(1. για πρόσωπα ή για μέρη τού σώματος) κατακόκκινος, ρόδινος (α. «πορφυρᾱ Ἀφροδίτη», Ανακρ.β. «πορφυροῡν στόμα», Σιμων.)2. (για άνθρωπο) ντυμένος με πορφυρά ενδύματα («πορφυροῑ καὶ χρυσόχειρες περιέρχονται», Λουκιαν.)3. (για την ίριδα ή για νέφος) λαμπρός, φωτεινός4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πορφυροῡνα) το πορφυρό ιμάτιο («οὐαὶ ἡ πόλις ἠ μεγάλη, ἡ περιβεβλημένη βύσσινον και πορφυροῡν καὶ κόκκινον», ΚΔ)β) το άνθος ινδικός5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πορφυρᾱα) τα βαθιά, σκούρα κόκκινα χρώματαβ) τα πορφυρά ενδύματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. πορφύρ-εος/ -οῦς < πορφύρα, ενώ ο νεοελλ. τ. πορφυρός < αρχ. πορφυροῦς, κατά τα δευτερόκλιτα επίθ. σε -ος (πρβλ. χρυσοῦς: χρυσός), βλ. και λ. πορφύρω].
Dictionary of Greek. 2013.